αγγελοκρουσμός

αγγελοκρουσμός
ο [αγγελοκρούω]
αιφνίδιος θάνατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγγελόκρουσμα — το, ατος και αγγελοκρουσμός, ο η επιθανάτια αγωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”